καχρυφόρος

καχρυφόρος
καχρῠφόρος, ον,
A bearing κάχρυ, Nic.Th.850. [full] καχρύω, [tense] fut. -ύσω· συγχεῶ, ταράξω, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καχρυφόρος — καχρυφόρος, ον (Α) βλ. καχρυοφόρος …   Dictionary of Greek

  • καχρυφόρος — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχρυφόρῳ — καχρυφόρος bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχρυοφόρος — και καχρυφόρος ον (Α) αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, υος + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτίς — λιβανωτίς, ίδος, η (Α) [λιβανωτός] 1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [κάρπιμος] ἑτέρα» το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ. γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”